- Λεοντινοι
- Λεοντῖνοιοἱ1) Леонтины (город в Сицилии) Thuc.2) леонтинцы, жители города Леонтины Her., Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Λεοντίνοι — Αρχαία πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο ο οποίος υψωνόταν στην πεδιάδα Λεόντιον, μεταξύ Κατάνης και Συρακουσών. Ιδρύθηκε το 730 π.Χ. από Νάξιους αποίκους και δεν άργησε να γίνει στόχος διαφόρων κατακτητών. Το 498 π.Χ. την κατέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Γοργίας ο Λεοντίνος — (Λεοντίνοι Σικελίας – Λάρισα Θεσσαλίας, 5ος αι. π.Χ.). Σοφιστής. Από νεανική ηλικία μυήθηκε στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή και των Ελεατών καθώς και στη ρητορική, με δάσκαλο πιθανότατα τον Τεισία. Το 427 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πρέσβης των… … Dictionary of Greek
Lentini — Infobox CityIT img coa =Lentini Stemma.png name=Lentini mapx=37.2844|mapy=15.02 official name = Comune di Lentini region = Sicily province = Syracuse (SR) elevation m = 53 area total km2 = 215.75 population as of = May 31, 2007 population total… … Wikipedia
Leontino — (Λεοντῖνοι), la actual Lentini, fue una ciudad de Sicilia entre Siracusa y Catana (Catania) a unos 12 km de la costa, cerca de un lago llamado actualmente Lago di Lentini. Leontino es una forma gentilicia más que el nombre de la ciudad, pero fue… … Wikipedia Español
Лентини — Коммуна Лентини Lentini Страна ИталияИталия … Википедия
LEONTINI — Siciliae urbs quondam celeberrima, antiqua Laestrygonum sedes: Episcopal. quondam sub Archiep. Syracusano, sub Graecis Impp. hodie Lentini dicitur, Graecis omnibus Λεοντῖνοι, uno excepto Ptol. apud quem Λεόντιον. Derivatum esse nomen ἀπὸ τοῦ… … Hofmann J. Lexicon universale
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
λεόντιον — I Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στον Άνω Σελινούντα, βόρεια της Τριταίας. Ήταν μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. 2. Πεδιάδα της Σικελίας, όπου χτίστηκε η πόλη Λεοντίνοι (βλ. λ.). II Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1.… … Dictionary of Greek
παρακελεύομαι — και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α 1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι 2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι… … Dictionary of Greek
Σικελία — (Sicilia). Νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο (25 708 τ. χλμ.) της Μεσογείου, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία με το στενό (3 χλμ.) της Μεσσήνης. Έχει πληθυσμό 5 196 724 κατ., πρωτεύουσα το Παλέρμο και διοικητικά αποτελεί, μαζί με τα… … Dictionary of Greek